εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… … Dictionary of Greek
ἐριώλη — whirlwind fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριῶλαι — ἐριώλη whirlwind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριώλην — ἐριώλη whirlwind fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριώλης — ἐριώλη whirlwind fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριώλας — ἐριώλᾱς , ἐριώλη whirlwind fem acc pl ἐριώλᾱς , ἐριώλη whirlwind fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)