εριωλη

εριωλη
    ἐριώλη
    ἥ
    1) вихрь, ураган
    

(πρὸς τέν ἐριώλην χωρεῖν Arph.)

    2) шутл. (о зимней одежде, на которую пошло много шерсти - по созвучию с ἔριον и ὄλλυμι) погубительница шерсти Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εριωλη" в других словарях:

  • εριώλη — ἐριώλη και ἐριωλή, ἡ (Α) 1. ανεμοστρόβιλος, θύελλα, καταιγίδα 2. (στον Αριστοφ.) α) χαρακτηρισμός που αποδίδεται μεταφορικά στον βίαιο δημαγωγό Κλέωνα β) λογοπαικτικά προς τις λέξεις «ἔριον» και «ὄλλυμι» («αὕτη γέ τοι ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε… …   Dictionary of Greek

  • ἐριώλη — whirlwind fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριῶλαι — ἐριώλη whirlwind fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριώλην — ἐριώλη whirlwind fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριώλης — ἐριώλη whirlwind fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριώλας — ἐριώλᾱς , ἐριώλη whirlwind fem acc pl ἐριώλᾱς , ἐριώλη whirlwind fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»